Μήτας

Μήτας
Μήτᾱς , Μήτη
fem acc pl
Μήτᾱς , Μήτη
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Όπλης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους τέσσερις γιους του Ίωνα, πατέρας της Μήτας, πρώτης συζύγου του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας, από τον οποίο ονομάστηκαν Oπλήτες, μία από τις τέσσερις αρχαίες φυλές της Αττικής. Ο Πλούταρχος όμως υποστηρίζει ότι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”